- αντιηλιακός
- -ή, -ό1. αυτός που προφυλάσσει κάτι ή κάποιον από τις ηλιακές ακτίνες.2. το ουδ. ως ουσ., αντιηλιακό υπονοεί το καλλυντικό προϊόν που προφυλάσσει το δέρμα από τις βλαβερές ηλιακές ακτίνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.